αβελτηρία

αβελτηρία
η глупость, нелепость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αβελτηρία" в других словарях:

  • αβελτηρία — ἀβελτηρία, η (Α) η αβελτερία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀβελτερία. Το η αναλογικά κατά το πονηρία] …   Dictionary of Greek

  • αβελτηρία — η νωθρότητα σκέψης, ανοησία: Έδειξε τόση αβελτηρία, που ήταν επόμενο να πάθει όσα έπαθε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»